Αννίτα Πάνια: Με Τρέλα και Καρβέλα!
Μούσα του Άσιμου, τηλεοπτική προξενήτρα, βασίλισσα του trash, εναλλακτική ξανθιά, λεξιπλάστρια, εκμεταλλεύτρια ανθρώπων με χαμηλή αντίληψη, ιδιοφυής και παρεξηγημένη TV περσόνα, η γυναίκα που έκλεψε τον Καρβέλα απ' τη Βίσση.
Γεννημένη στις αρχές των 70s και μεγαλωμένη σε αστική οικογένεια, με μπαμπά δικηγόρο και φουλ ερωτευμένο με τη μαμά μέχρι και σήμερα, η Αννίτα από μικρή αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά από τα υπόλοιπα παιδάκια. «Ήμουν ξινό και αντικοινωνικό παιδί. Δε θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει με πολλά παιδάκια και να έχει παρέες», θα πει χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της. Αναπτύσσει σχέση μίσους με τους καθηγητές της και δεν έχει κανένα πρόβλημα να τους το πει ή να τους το δείξει (πετώντας αβγά σε ένα μαθηματικό, λόγου χάρη), γι' αυτό και μέχρι να αποφοιτήσει αλλάζει πέντε σχολεία.
Πρώτες «ενήλικες» διακοπές στα 17 και λίγο μετά η Αννίτα ξεκινά τις σπουδές της στη Γαλλική Φιλολογία. Συχνάζει στα Εξάρχεια, φλερτάρει με το περιθώριο και κάνει τη δική της επανάσταση - περισσότερο συνειδησιακή, αφού, όπως έχει δηλώσει η ίδια, η «επανάσταση του καναπέ» δεν τη χαλάει καθόλου. Κάπου εκεί, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, συναντά το «σχιζοφρενή» τραγουδοποιό, συγγραφέα και εγχώριο αντεργκράουντ μύθο Νικόλα Άσιμο, ο οποίος κυκλοφορούσε μόνος τις «παράνομες κασέτες» του, φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό έπειτα από κατηγορίες για βιασμό και αυτοκτόνησε το 1988. Ο ίδιος αστικός θρύλος λέει πως η Αννίτα είχε σχέση με τον Άσιμο και πως ήταν η μούσα του (αν και όταν γνωρίστηκαν αυτή ήταν αρκετά μικρή κι εκείνος ήδη γνωστός), αλλά όλα αυτά παραμένουν ανεπιβεβαίωτες φήμες.
Λίγο καιρό αργότερα το Χρυσό κουφέτο, ένα τηλεοπτικό «γραφείο συνοικεσίων» που εμπνεύστηκε η ίδια, βγαίνει στον αέρα του Μακεδονία TV. Από εκεί μεταφέρεται στο Tempo και αργότερα στο Star, ένεκα τρελού hype. Κάθε Σάββατο και Κυριακή απόγευμα η Ελλάδα κάθεται στον καναπέ της για να δει ανθρώπους που φοράνε το «Θωμάς, 48 ετών» καρτελάκι τους και ψάχνουν το ταίρι τους ανάμεσα στις τηλεφωνικές γραμμές των τηλεθεατών, απολαμβάνοντας την Αννίτα Πάνια που καθιερώνει το δικό της λεξιλόγιο: λέξεις όπως «όφωνο» αντί για «μικρόφωνο», «φόνι» αντί για «τηλέφωνο» και οτιδήποτε με την κατάληξη «-ουίτα». Τα νούμερα τηλεθέασης χτυπάνε κόκκινο και δε θα αναχαιτιστούν ούτε από προσπάθειες «αντεπίθεσης», όπως το Καλώς ήλθατε της Ρούλας Κορομηλά.
Το Χρυσό κουφέτο συνεχίζεται για τρεις τηλεοπτικές σεζόν, με την εναλλακτική γυμνάστρια Εβίτα Ηλιοπούλου να κυκλοφορεί με ρόλερ στο στούντιο και την Αννίτα να τεντώνει ακόμα περισσότερο το σχοινί της τηλεοπτικής «κοινής λογικής»: βάζει τους υποψήφιους γαμπρούς και τις νύφες μέσα σε μπουκάλες και πάνω σε ράφια, ρίχνει στάμνες από το αυτοσχέδιο μπαλκόνι της, διοργανώνει δημοπρασίες και διαγωνισμούς φαλάκρας και μύτης, δίνει βήμα σε ταλέντα όπως ο Νίκος Κατέλης, υποδέχεται χωρίς να το ξέρει ένα δραπέτη που συνελήφθη στο στούντιο αμέσως μετά την εκπομπή, πραγματοποιεί μίνι περιοδεία στην επαρχία. Με άλλα λόγια, στήνει το δικό της «αντισόου», σαν υπόγειο σχόλιο απέναντι στην τηλεοπτική πραγματικότητα, λίγες ώρες πριν από το Μπράβο, το «κανονικό» σόου, με τους «κανονικούς» καλεσμένους. «Το CNN έκανε τότε αφιέρωμα στο Χρυσό κουφέτο -για το στιγμιότυπο με τις στάμνες, νομίζω-, και ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με ελληνική εκπομπή», θυμάται σήμερα ο δημοσιογράφος και συνεργάτης της Αλκίνοος Μπουνιάς.
Μετά τις Αϋπνίες η Αννίτα «γεννάει» το Je t'Aime, που μοιάζει με ακόμα πιο σουρεαλιστική εκδοχή του Χρυσού κουφέτου. Tην ίδια περίοδο γνωρίζει τον Νίκο Καρβέλα. Αυτό που ξεκίνησε ως απλή γνωριμία και φλερτ -έπειτα από επιμονή του Καρβέλα κυρίως- καταλήγει σε μεγάλο έρωτα. Το ζευγάρι κάνει κοινές εμφανίσεις στον Βοτανικό, όπου τραγουδούσε τότε η Άννα Βίσση (λίγο πριν από τη Eurovision), και η σχέση «δένει» όλο και περισσότερο. «Ταιριάζουν πολύ και στις απόψεις τους, και μάλιστα σε σημεία που δεν ταίριαζαν ο Νίκος με την Άννα», λένε όσοι τους ξέρουν.
Οι δημοσιογράφοι το αντιλαμβάνονται σχεδόν αμέσως (μόλις η δεύτερη σχέση της που γίνεται γνωστή έπειτα από αυτήν με τον τραγουδιστή και πρωταγωνιστή της σειράς Αραχτοί και λάιτ Φράνκο Αλφόνσο στα 90s), οι φήμες λένε πως η Βίσση και ο Καρβέλας συχνάζουν στο στούντιο της εκπομπής, ενώ η σχέση Νίκου-Αννίτας επιδρά καταλυτικά στις τηλεοπτικές εξελίξεις. Ο Καρβέλας γράφει τραγούδια για τη Μαλάμω, τον Βας Βας, τη Γυναίκα-Επανάσταση και τους υπόλοιπους «παρατραγουδιστές» του Je t'Aime, που γίνονται χιτ μέχρι να πεις youTube. Όταν τα τραγούδια αυτά μεταφράζονται σε πωλήσεις δίσκων, ραδιοφωνικό air-play και τηλεοπτικό χρόνο, η κατάσταση δείχνει να έχει ξεφύγει από το πλαίσιο της πιο ακραίας φαντασίας - η φάρσα της Αννίτας και του Νίκου, που ξεκίνησε από πλάκα και «νεύρα» για τη δισκογραφική πραγματικότητα, γνωρίζει απροσδόκητη επιτυχία.
Γεννημένη στις αρχές των 70s και μεγαλωμένη σε αστική οικογένεια, με μπαμπά δικηγόρο και φουλ ερωτευμένο με τη μαμά μέχρι και σήμερα, η Αννίτα από μικρή αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά από τα υπόλοιπα παιδάκια. «Ήμουν ξινό και αντικοινωνικό παιδί. Δε θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει με πολλά παιδάκια και να έχει παρέες», θα πει χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της. Αναπτύσσει σχέση μίσους με τους καθηγητές της και δεν έχει κανένα πρόβλημα να τους το πει ή να τους το δείξει (πετώντας αβγά σε ένα μαθηματικό, λόγου χάρη), γι' αυτό και μέχρι να αποφοιτήσει αλλάζει πέντε σχολεία.
Πρώτες «ενήλικες» διακοπές στα 17 και λίγο μετά η Αννίτα ξεκινά τις σπουδές της στη Γαλλική Φιλολογία. Συχνάζει στα Εξάρχεια, φλερτάρει με το περιθώριο και κάνει τη δική της επανάσταση - περισσότερο συνειδησιακή, αφού, όπως έχει δηλώσει η ίδια, η «επανάσταση του καναπέ» δεν τη χαλάει καθόλου. Κάπου εκεί, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, συναντά το «σχιζοφρενή» τραγουδοποιό, συγγραφέα και εγχώριο αντεργκράουντ μύθο Νικόλα Άσιμο, ο οποίος κυκλοφορούσε μόνος τις «παράνομες κασέτες» του, φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό έπειτα από κατηγορίες για βιασμό και αυτοκτόνησε το 1988. Ο ίδιος αστικός θρύλος λέει πως η Αννίτα είχε σχέση με τον Άσιμο και πως ήταν η μούσα του (αν και όταν γνωρίστηκαν αυτή ήταν αρκετά μικρή κι εκείνος ήδη γνωστός), αλλά όλα αυτά παραμένουν ανεπιβεβαίωτες φήμες.
Λίγο καιρό αργότερα το Χρυσό κουφέτο, ένα τηλεοπτικό «γραφείο συνοικεσίων» που εμπνεύστηκε η ίδια, βγαίνει στον αέρα του Μακεδονία TV. Από εκεί μεταφέρεται στο Tempo και αργότερα στο Star, ένεκα τρελού hype. Κάθε Σάββατο και Κυριακή απόγευμα η Ελλάδα κάθεται στον καναπέ της για να δει ανθρώπους που φοράνε το «Θωμάς, 48 ετών» καρτελάκι τους και ψάχνουν το ταίρι τους ανάμεσα στις τηλεφωνικές γραμμές των τηλεθεατών, απολαμβάνοντας την Αννίτα Πάνια που καθιερώνει το δικό της λεξιλόγιο: λέξεις όπως «όφωνο» αντί για «μικρόφωνο», «φόνι» αντί για «τηλέφωνο» και οτιδήποτε με την κατάληξη «-ουίτα». Τα νούμερα τηλεθέασης χτυπάνε κόκκινο και δε θα αναχαιτιστούν ούτε από προσπάθειες «αντεπίθεσης», όπως το Καλώς ήλθατε της Ρούλας Κορομηλά.
Το Χρυσό κουφέτο συνεχίζεται για τρεις τηλεοπτικές σεζόν, με την εναλλακτική γυμνάστρια Εβίτα Ηλιοπούλου να κυκλοφορεί με ρόλερ στο στούντιο και την Αννίτα να τεντώνει ακόμα περισσότερο το σχοινί της τηλεοπτικής «κοινής λογικής»: βάζει τους υποψήφιους γαμπρούς και τις νύφες μέσα σε μπουκάλες και πάνω σε ράφια, ρίχνει στάμνες από το αυτοσχέδιο μπαλκόνι της, διοργανώνει δημοπρασίες και διαγωνισμούς φαλάκρας και μύτης, δίνει βήμα σε ταλέντα όπως ο Νίκος Κατέλης, υποδέχεται χωρίς να το ξέρει ένα δραπέτη που συνελήφθη στο στούντιο αμέσως μετά την εκπομπή, πραγματοποιεί μίνι περιοδεία στην επαρχία. Με άλλα λόγια, στήνει το δικό της «αντισόου», σαν υπόγειο σχόλιο απέναντι στην τηλεοπτική πραγματικότητα, λίγες ώρες πριν από το Μπράβο, το «κανονικό» σόου, με τους «κανονικούς» καλεσμένους. «Το CNN έκανε τότε αφιέρωμα στο Χρυσό κουφέτο -για το στιγμιότυπο με τις στάμνες, νομίζω-, και ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με ελληνική εκπομπή», θυμάται σήμερα ο δημοσιογράφος και συνεργάτης της Αλκίνοος Μπουνιάς.
Μετά τις Αϋπνίες η Αννίτα «γεννάει» το Je t'Aime, που μοιάζει με ακόμα πιο σουρεαλιστική εκδοχή του Χρυσού κουφέτου. Tην ίδια περίοδο γνωρίζει τον Νίκο Καρβέλα. Αυτό που ξεκίνησε ως απλή γνωριμία και φλερτ -έπειτα από επιμονή του Καρβέλα κυρίως- καταλήγει σε μεγάλο έρωτα. Το ζευγάρι κάνει κοινές εμφανίσεις στον Βοτανικό, όπου τραγουδούσε τότε η Άννα Βίσση (λίγο πριν από τη Eurovision), και η σχέση «δένει» όλο και περισσότερο. «Ταιριάζουν πολύ και στις απόψεις τους, και μάλιστα σε σημεία που δεν ταίριαζαν ο Νίκος με την Άννα», λένε όσοι τους ξέρουν.
Οι δημοσιογράφοι το αντιλαμβάνονται σχεδόν αμέσως (μόλις η δεύτερη σχέση της που γίνεται γνωστή έπειτα από αυτήν με τον τραγουδιστή και πρωταγωνιστή της σειράς Αραχτοί και λάιτ Φράνκο Αλφόνσο στα 90s), οι φήμες λένε πως η Βίσση και ο Καρβέλας συχνάζουν στο στούντιο της εκπομπής, ενώ η σχέση Νίκου-Αννίτας επιδρά καταλυτικά στις τηλεοπτικές εξελίξεις. Ο Καρβέλας γράφει τραγούδια για τη Μαλάμω, τον Βας Βας, τη Γυναίκα-Επανάσταση και τους υπόλοιπους «παρατραγουδιστές» του Je t'Aime, που γίνονται χιτ μέχρι να πεις youTube. Όταν τα τραγούδια αυτά μεταφράζονται σε πωλήσεις δίσκων, ραδιοφωνικό air-play και τηλεοπτικό χρόνο, η κατάσταση δείχνει να έχει ξεφύγει από το πλαίσιο της πιο ακραίας φαντασίας - η φάρσα της Αννίτας και του Νίκου, που ξεκίνησε από πλάκα και «νεύρα» για τη δισκογραφική πραγματικότητα, γνωρίζει απροσδόκητη επιτυχία.